ὕστριχος

ὕστριχος
ὕστριξ
porcupine
masc/fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ύστριχος — (I) ο, Ν ζωολ. βλ. ύστριξ. (II) (ὕστριχος) ὁ, Α είδος μαστιγίου, ὑστριχίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τής λ. ὑστριχίς, κατά τα αρσ. σε ος] …   Dictionary of Greek

  • ύσθριξ — ὕστριχος, ὁ, ἡ, Α βλ. ὕστριξ …   Dictionary of Greek

  • ύστρηχος — ο, Ν ζωολ. εσφ. τ. τού ύστριχος …   Dictionary of Greek

  • ύστριξ — ο, η / ὕστριξ, ιχος, ΝΑ, και ύστριχος Ν, και ὕστριγξ, ιγγος, Α (λόγιος τ.) ζωολ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, τρωκτικών, τυπικών εκπροσώπων τής οικογένειας υστριχίδες, που μοιάζουν με τον σκαντζόχοιρο και χαρακτηρίζονται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”